Οι εκδόσεις μας
Επιστροφή στη σελίδα των κριτικών
Φόρμα παραγγελίας
Φόρμα επικοινωνίας

Κριτικές Βιβλίων

Παρακάτω παρουσιάζεται ένα άρθρο του καθηγητή φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Αμβούργου Χρήστου Αξελού, πάνω στα δύο βιβλία του Λαντάουερ το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά στην πολιτική - αθλητική εφημερίδα της Αιτωλοακαρνανίας "Εβδομάδα" στις 3 Δεκεμβρίου 2001.

Δύο κείμενα του Γκούσταβ Λάνταουερ,
του εκπρόσωπου του αναρχικού σοσιαλισμού,
για πρώτη φορά στα ελληνικά


Ένας νέος εκδοτικός οίκος, η «τροπή», ξεκίνησε με την παρουσίαση δύο κειμένων του Γκούσταβ Λάνταουερ: 1) «Το μήνυμα του ‘‘Τιτανικού’’» (Απρίλιος 2000) και 2) «Έκκληση για σοσιαλισμό» (Μάιος 2001).
Ποιος ήταν ο Γκούσταβ Λάνταουερ; Ήταν ένας στοχαστής, συγγραφέας και πολιτικός: κριτικός, απροσάρμοστος και ανατρεπτικός. Κατάγεται από μια εβραϊκή οικογένεια της νότιας Γερμανίας, το Βερολίνο και το Μόναχο ήταν οι σημαντικότεροι τόποι της δραστηριότητάς του. Έζησε και έδρασε στις τρεις αλλεπάλληλες εποχές, με τις οποίες λήγει μια μεγάλη περίοδος της παγκόσμιας ιστορίας. Εδώ αναφέρομαι, α) στην ακμή του αστικού πολιτισμού, τη λεγόμενη «belle epoque», συνδυασμένου με τον ιμπεριαλισμό, β) στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος κατέλυσε αυτόν τον πολιτισμό, εν συνδυασμώ με την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917), και γ) στις τοπικές επαναστάσεις, οι οποίες ακολούθησαν στη Γερμανία, ιδιαίτερα στη Βρέμη, στο Βερολίνο και στο Μόναχο, και οι οποίες απετέλεσαν τον αντίκτυπο της ήττας της Γερμανίας (1918) και της ανατροπής του βιλχελμινικού καθεστώτος. Η ζύμωση των ιδεών, η οποία συνόδευσε και εν μέρει προξένησε αυτούς τους πολυκύμαντους καιρούς, είναι αποκρυσταλλωμένη στα βιβλία και τα άρθρα του Λάνταουερ.
Ποιος είναι ο βασικός στόχος της κριτικής του Λάνταουερ; Είναι η απόσταση που χωρίζει την «εμπροσθοφυλακή» από την υπόλοιπη ανθρωπότητα η απόσταση που χωρίζει τους προσηλωμένους στην εννοιακή και την πολιτική πραγματοποίηση, όχι ουτοπικών, αλλά μακρόπνοων προγραμμάτων, που συνεπιφέρουν μια διαφορετική αντίληψη ζωής και μια διαφορετική ιεράρχηση των ενδιαφερόντων και των αναγκών του ανθρώπου, από τους προσηλωμένους στην – πάντοτε προσωρινή – εξάλειψη των κύριων δυσλειτουργιών της κοινωνίας: «Τεράστια και σχεδόν απερίγραπτα μεγάλη έχει γίνει η απόσταση που χωρίζει εμάς, οι οποίοι θεωρούμε τους εαυτούς μας ως εμπροσθοφυλακή, από την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Δεν εννοώ την απόσταση μεταξύ αυτών που συνήθως ονομάζονται μορφωμένοι και των υπολοίπων μαζών. Αυτή είναι ήδη επίσης αρκετά μεγάλη, αλλά δεν είναι και τόσο σπουδαία. Αρκετοί αφυπνισμένοι εργάτες, οι οποίοι έχουν κοινά σημεία με την εμπροσθοφυλακή μας, έχουν ήδη αποχωριστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους μορφωμένους Φιλισταίους.
Όποιος ανήκει σ’ αυτή την αποκομμένη στρατιωτική μονάδα, η οποία μπορεί να γίνει αμέσως μια εμπροσθοφυλακή μόλις αυτή το θελήσει, πρέπει να έχει στο νου του το εξής: ότι δηλαδή αυτό που είναι αποφασιστικό δεν είναι η περισσότερη γνώση και αποφασιστικότητα αλλά το διαφορετικά στραμμένο ενδιαφέρον και η διαφορετική αντίληψη ζωής». («Το μήνυμα του ‘‘Τιτανικού’’», σελ. 19).
Στο άρθρο του για τον Γκαίτε (1899) είχε γράψει, όχι με την ακρίβεια και τη σαφήνεια του χωρίου που παρέθεσα, αλλά με παρόμοια έκφραση: «Οι λαοί μας χρειάζονται μια παλιγγενεσία. Το τρομερό χάσμα, το οποίο έχει ανοίξει ανάμεσα στους μορφωμένους και τις μεγάλες μάζες, πρέπει να πληρωθεί».
Για να πληρωθεί αυτό το χάσμα χρειάζεται να προχωρήσουμε στην ενεργοποίηση του «πνεύματος» (ο όρος «πνεύμα», «Geist», λέξη-κλειδί στα γραπτά του Λάνταουερ, απορρίπτεται βέβαια από τον σημερινό στοχασμό, επειδή έχει αόριστο κοσμοθεωρητικό πλάτος και συνεπώς το περιεχόμενό του παραμένει συγκεχυμένο, όμως η ενεργοποίηση του πνεύματος συγγενεύει με αυτό που ο Μαρξ αποκάλεσε «μεταρρύθμιση της συνείδησης», «Reform des Bewuβtseins», και ο Νίτσε «εμπλουτισμό των παθών με πνευματικότητα», «Vergeistigung der Passionen»). Πρέπει να γίνουν αντικείμενο της κριτικής και να καταρριφθούν ποικίλες εμποδιστικές εσφαλμένες απόψεις και εμποδιστικές καταστάσεις.
Καταρρίπτοντας τις ποικίλες και ετερογενείς εσφαλμένες απόψεις ο Λάνταουερ στρέφεται, με κριτική διάθεση, προς τις ακόλουθες κατευθύνσεις:
Στρέφεται, πρώτον, ενάντια στον καπιταλισμό. Αυτή η πτυχή της σκέψης του Λάνταουερ είναι μια ανάπλαση της κριτικής που έκανε ο Καρλ Μαρξ στην αλλοτρίωση, δηλαδή στην κατάσταση, η οποία αναγκάζει τους εργάτες, στο ρόλο τους ως παραγωγοί στους κόλπους της καπιταλιστικής αγοράς, να πουλήσουν – απλά και μόνο – την εργατική τους δύναμη και να αφήσουν το προϊόν, δηλαδή το έργο τους, στη δικαιοδοσία των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής, δηλαδή των βιομηχάνων. Ο Λάνταουερ προσθέτει ένα υπαρξιακό χρώμα στη μαρξική έννοια της αλλοτρίωσης: «Ο ζωντανός άνθρωπος δεν μπορεί στην πραγματικότητα απλά και μόνο να δουλεύει για να ζήσει, αλλά θέλει κατά τη διάρκεια της δουλειάς του να αισθάνεται τη ζωή του, να χαίρεται τη ζωή του, συνεπώς το απόγευμα χρειάζεται όχι μόνο ανάπαυση, ηρεμία και χαρά, αλλά πάνω απ’ όλα χρειάζεται να απολαμβάνει την ίδια την δραστηριότητά του, να αισθάνεται την ισχυρή παρουσία της ψυχής του μαζί με τις λειτουργίες του κορμιού του. Η εποχή μας έχει κάνει το σπορ, την μη παραγωγική, παιχνιδιάρικη δραστηριότητα των μυών και των νεύρων ένα είδος εργασίας ή επαγγέλματος στον πραγματικό πολιτισμό η ίδια η εργασία θα είναι ξανά μια παιγνιώδης ελεύθερη δραστηριότητα όλων μας των δυνάμεων». («Έκκληση για σοσιαλισμό», σελ. 126).
Στρέφεται, δεύτερον, ενάντια στον μαρξισμό, όπως αυτός διατυπώθηκε και διαδόθηκε την εποχή της Β΄ Διεθνούς, δηλαδή τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Λάνταουερ απορρίπτει εδώ την άποψη ότι η ανάπτυξη των μέσων και των δυνάμεων παραγωγής θα εξουθενώσει συν τω χρόνω από μόνη της κάποτε τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις και συνεπώς θα οδηγήσει προς τον σοσιαλισμό. Αρνείται ότι ο σοσιαλισμός θα εγκαθιδρυθεί με μια νομοτέλεια, και ότι ο αγώνας των επαναστατικοποιημένων πληθυσμών θα ανέλθει σε υψηλότερα επίπεδα με μια νομοτέλεια, ακριβέστερα: με μια νομοτέλεια, η οποία – δήθεν – συνυπάρχει με την περιθωριοποίηση του ρόλου της συνείδησης και ιδιαίτερα της αυτοσυνείδησης, και η οποία παραγνωρίζει την συμβολή της διαδικασίας, την οποία ο νεαρός Μαρξ απεκάλεσε «μεταρρύθμιση της συνείδησης», την οποία ανέφερα πιο πάνω. (Βλ. τα Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά, μια πηγή, την οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν γνώριζε ο Λάνταουερ, πράγμα που είχε ως συνέπεια την ταύτιση του αυθεντικού Μαρξ με τους μαρξιστές της Β΄ Διεθνούς). Ο σοσιαλισμός δεν «προετοιμάζεται από μόνος του (υπογράμμιση δική μου) μέσα στους θεσμούς και μέσα από τη διαδικασία καταστροφής της αστικής κοινωνίας». (Γκούσταβ Λάνταουερ, «Έκκληση για σοσιαλισμό», σελ. 133).
Στρέφεται, τρίτον, ενάντια στον χριστιανισμό, ιδιαίτερα κατά της μορφής του χριστιανισμού, η οποία ξεπρόβαλλε μετά την μεταρρύθμιση του Λουθήρου, τον 16ο αιώνα: «Ο χριστιανισμός, με την εντελώς μη αισθησιακή και εχθρική απέναντι στις αισθήσεις τάση του, εγκατέλειψε και υπονόμευσε ολοκληρωτικά αυτό το φυσικό θεμέλιο ανόδου της ανθρωπότητας από τις πιο μικρές συνενώσεις στις όλο και πιο υψηλά οργανωμένες μορφές και στο τέλος απαίτησε την τελείως γενικευμένη, απόλυτη και αδιαφοροποίητη ανθρώπινη αγάπη (…) Ο σοσιαλισμός έχει το καθήκον να οδηγήσει τον μη αισθησιακό, απολυταρχικό χριστιανισμό στις αισθήσεις, στη σχετικότητα, στην πλήρη κοινοτική ζωή και έτσι να μπορέσει να τον πραγματοποιήσει». («Το μήνυμα του ‘‘Τιτανικού’’», σελ 202-203).
Στρέφεται, τέταρτον, κατά της φιλοσοφίας της εσωτερικότητας (Esoterik), η οποία ισχυρίζεται ότι η φύση και η ύλη ανθίστανται στο καλό και ότι η σωτηρία υπάρχει μονάχα στον Θεό ότι η κοινωνία μονάχα τότε μπορεί να αλλάξει, όταν οι άνθρωποι ενωθούν με ένα πνεύμα, το οποίο δεν είναι φυσική ορμή («φύση, ω φευ! Διάβολος, αμαρτία!», παρενθέτει ειρωνικά ο Λάνταουερ), αλλά κάτι σαν γνώση του Θεού, πίστη ή θεμελιώδης λατρεία. Ο Λάνταουερ θέτει το ερώτημα: Τι μπορεί να συνεισφέρει η ενατένιση του Θεού, σαν κοινό σημείο αναφοράς, στην συνένωση των ανθρώπων κατά τη δημιουργία ομοσπονδιών και οικισμών, που έχουν σαν σκοπό την δίκαιη ζωή; Με άλλα λόγια: Ο Λάνταουερ υποδηλώνει ότι στη δημιουργία τούτων των ομοσπονδιών και οικισμών πρέπει να συμπεριληφθεί η καθημερινότητα, η φυσική συμπάθεια και αγάπη, η παραγωγή, ο μόχθος και το πάθος – και με τις δύο μορφές του: άνευ πνευματικού περιεχομένου, δηλαδή ως έρως, και εμπλουτισμένο με πνευματικό περιεχόμενο.
Στρέφεται, πέμπτον, κατά του αναρχισμού. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι ο Λάνταουερ ονομάζει την κοσμοθεωρία του αναρχία και ότι εντάσσεται στην παράδοση του αναρχισμού στην επαναστατική παράδοση που δημιούργησαν τα γραπτά του Ρουσσώ, του Προυντόν και του Κροπότκιν, με τον οποίο είχε και προσωπικές συναντήσεις και συζητήσεις, και στον οποίο αφιερώνει το άρθρο του «Πέτρος Κροπότκιν», όταν αυτός έγινε το 1912, βρισκόμενος στην εξορία, εβδομήντα χρονών. Όμως μέμφεται την θεωρία και την πράξη των αναρχικών τρομοκρατών και βομβιστών, δηλαδή την μορφή που πήρε ο αναρχισμός που φύτρωσε στο χώμα του ρωσικού μηδενισμού. Ουσιαστικά παρεμφερή κριτική είχε διατυπώσει ήδη ο Ντοστογιέφσκι, ο οποίος, ως εταίρος του κύκλου του Πετρασέφσκι στην Αγία Πετρούπολη, βρισκόταν πολύ πλησίον σε έναν αναρχισμό, ο οποίος αντλεί τις καίριες ιδέες του από τον ουτοπικό σοσιαλισμό των Saint-Simon και Fourier. Το κεντρικό και σύγχρονα πολύ επίκαιρο νόημα της κριτικής του Λάνταουερ κατά των αναρχικών περικλείνουν οι κάτωθι φράσεις: «Η πολιτική των δολοφονικών επιθέσεων των αναρχικών …… υποκρύπτει μια παθιασμένη έφεση για προβολή. Κι εμείς κάνουμε πολιτική, διατείνονται δεν είμαστε αδρανείς, πρέπει να μας υπολογίζουν. Οι αναρχικοί για μένα δεν είναι αρκετά αναρχικοί …… Ασκούν μια εντελώς πρωτόγονη μεταρρυθμιστική πολιτική η ανθρωποκτονία ανήκε ανέκαθεν στις αφελείς προσπάθειες βελτίωσης της ζωής των πρωτόγονων …… Οι αναρχικοί θα έπρεπε να αντιληφθούν το εξής: ένας σκοπός επιτυγχάνεται μονάχα όταν το μέσο έχει ήδη βαφτεί με το χρώμα αυτού του σκοπού». (Γκούσταβ Λάνταουερ, Αναρχικές σκέψεις πάνω στον αναρχισμό στο: «Το μήνυμα του ‘‘Τιτανικού’’», σελ. 56, 58).
Ο Λάνταουερ αντιλήφθηκε τις επαναστατικές εξελίξεις από τον Νοέμβριο του 1918 μέχρι την άνοιξη του 1919 σαν μια ευκαιρία να πραγματοποιήσει, έστω και τοπικά και μερικά, το όραμά του, δηλαδή μια κοινωνία στηριγμένη στις αρχές της αμοιβαιότητας και της αλληλοβοήθειας, και διαρθρωμένη έτσι, ώστε να την συναποτελούν ενώσεις, ομάδες, κοινότητες, στο εσωτερικό των οποίων πραγματώνονται τούτες οι αρχές αρχές και αξίες, οι οποίες διέπουν και τις σχέσεις των κοινοτήτων ανάμεσά τους. Τον Νοέμβριο του 1918 γίνεται μέλος του «Επαναστατικού Εργατικού Συμβουλίου της Βαυαρίας» και τον Απρίλιο του 1919 επιτετραμμένος πάνω σε θέματα πολιτισμού στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας των Συμβουλίων των εργατών και των στρατιωτών στη Βαυαρία. Τον Μάιο του 1919 δολοφονήθηκε από τους αντιδραστικούς. Η Δημοκρατία των Συμβουλίων πνίγηκε. Στις 2 Μαΐου 1920 έγινε στο Μόναχο μνημόσυνο για τον Γκούσταβ Λάνταουερ, στο οποίο ο ποιητής Έριχ Μύζαμ ανάγγειλε ένα ρέκβιεμ:
«Κι ετοιμαστείτε να αποκτήσετε μέσω της κατάνυξης την πίστη του: Την πίστη του στην ανθρωπότητα και τη δικαιοσύνη, που στον καθένα δίνει το μερίδιό του από το όλο, που δεν ρωτάει όνομα και φύλο, που δεν ψηλαφίζει ποτέ παροδικά γεγονότα που τον καθένα προστατεύει, γιατί τον καθένα αγαπά». (Ολόκληρο το ρέκβιεμ του Έριχ Μύζαμ περιέχεται ως επίμετρο στο βιβλίο «Το μήνυμα του ‘‘Τιτανικού’’», σελ 232).
Ο Έριχ Μύζαμ, συνεχιστής του έργου του Λάνταουερ, δολοφονήθηκε άγρια, τον Ιούλιο του 1934, από τους εθνικοσοσιαλιστές.
Ο Μάρτιν Μπούμπερ εξέδωσε μελέτες που περιλαμβάνονται στο «Μήνυμα του ‘‘Τιτανικού’’», συμπληρωμένες με χειρόγραφα που βρέθηκαν στα κατάλοιπα του Γκούσταβ Λάνταουερ, υπό τον τίτλο: «Ο άνθρωπος εν τη γενέσει του», («Der werdende Mensch»), Πότσνταμ 1921.
Για όσους θέλουν να γνωρίσουν από «πρώτο χέρι», δηλαδή από τις πηγές, τις θέσεις και τους προβληματισμούς του αναρχικού σοσιαλισμού, ιδιαίτερα την αντίθεσή του προς την τρομοκρατία και τον αναρχοατομικισμό του Μαξ Στίρνερ, τα μελετήματα «Ο αναρχισμός στη Γερμανία», «Αναρχικές σκέψεις πάνω στον αναρχισμό», «Για την ιστορία της λέξης ‘Αναρχία’», «Πέτρος Κροπότκιν», «Θεός και σοσιαλισμός», (περιέχονται όλα στον τόμο «Το μήνυμα του ‘‘Τιτανικού’’») παρουσιάζουν μέγιστο ενδιαφέρον.
Η μετάφραση είναι ευσυνείδητη και επιτυχημένη. Οι σημειώσεις, τις οποίες προσθέτει ο μεταφραστής και εκδότης Γιάννης Καραπαπάς, εισάγουν τον αναγνώστη στην πλατειά φιλοσοφικοπολιτική συζήτηση, την οποία προώθησε αποφασιστικά ο Γκούσταβ Λάνταουερ.

Χρήστος Αξελός


Νοέμβριος 2001