Οι εκδόσεις μας
Σελίδα κριτικών
Φόρμα παραγγελίας
Φόρμα επικοινωνίας

Κριτικές Βιβλίων

Παρακάτω παρουσιάζεται ένα άρθρο του Φώτη Τερζάκη από τη "Βιβλιοθήκη" της "Ελευθεροτυπίας" για το βιβλίο "Το τέλος της ουτοπίας" του Ράσελ Τζάκομπι.

Η εποχή της συνθηκολόγησης
Η αποκαρδιωτική παραίτηση της αριστεράς
από κάθε ουτοπικό όραμα


Έχουμε και άλλη φορά τονίσει πόσο ενθαρρυντική, και πόσο ουσιώδης για μια υγιή πνευματική κοινότητα, είναι η εμφάνιση μικρών και ανεξάρτητων εκδοτικών οίκων που, έστω και αν δεν μπορούν να αποτελέσουν σταθερό και υπολογίσιμο αντίπαλο στα μεγάλα εκδοτικά μονοπώλια, κάνουν τουλάχιστον φανερό ότι δεν θα είναι ποτέ απεριόριστη η προέλασή τους στον πολιτιστικό χώρο. Μια τέτοια περίπτωση είναι οι εκδόσεις «Τροπή» από το Αγρίνιο, που εμφανίστηκαν μέσα στο 2001 με τρία σημαντικά βιβλία. Τα δύο απ’ αυτά – «Έκκληση για σοσιαλισμό» και «Το μήνυμα του Τιτανικού», σε μετάφραση Γιάννη Καραπαπά – παρουσιάζουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα το έργο ενός σημαντικού αναρχικού επαναστάτη και φιλοσόφου των αρχών του εικοστού αιώνα, του Gustav Landauer, που δολοφονήθηκε το 1919, μετά την ήττα της Δημοκρατίας των Συμβουλίων στη Γερμανία, από τους δεξιούς εκτελεστές των «Freikorps». Κοινωνικός αναμορφωτής, στοχαστής και θεατρικός δημιουργός, στο πολυσχιδές έργο του οποίου περιλαμβάνεται επίσης μια μετάφραση του Μάιστερ Έκχαρτ, ο Gustav Landauer υπήρξε προσωπικός φίλος του Μάρτιν Μπούμπερ (στο πρώτο βιβλίο περιέχεται ένα επίμετρο του Εβραίου φιλοσόφου) και από τις φυσιογνωμίες που επηρέασαν αποφασιστικά τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, ενώ η σκέψη του, μαζί με αυτήν του Πέτρου Κροπότκιν, υπήρξε σταθερή πηγή έμπνευσης για ένα ευδιάκριτο αναρχικό ρεύμα στα πρώτα ιουδαϊκά κιμπούτς. (Για περισσότερα σχετικά με το θέμα βλ. και το κατατοπιστικό άρθρο του Yaacov Oved, «Ο αναρχισμός στο κίνημα των Kibbutz», «Ευτοπία 8» (Δεκέμβριος, 2001): 14-20.)

«Αλογόμυγα του κατεστημένου»

Το τρίτο βιβλίο των εκδόσεων «Τροπή», και αυτό που θα μας απασχολήσει ειδικότερα εδώ, είναι το πρόσφατο έργο του Russell Jacoby «Το τέλος της ουτοπίας» (1999). Η περίπτωση του Russell Jacoby, μολονότι κάπως περιθωριακή στο σύγχρονο αμερικανικό διανοητικό τοπίο, μαρτυρεί τη διαρκή επιρροή που άφησε η Σχολή της Φρανκφούρτης σε αυτή τη χώρα. Μαθητής του Herbert Marcuse, ιστορικός και συνεργάτης του περιοδικού «Telos», διδάσκει σήμερα στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Λος Άντζελες στην Καλιφόρνια. Για το εξαιρετικά πολεμικό ύφος μιας σειράς σημαντικών κριτικών δοκιμίων του (υπενθυμίζουμε ότι στα ελληνικά κυκλοφορεί ήδη από χρόνια ένα άλλο σημαντικό έργο του Russell Jacoby, «Κοινωνική αμνησία. Κριτική της κομφορμιστικής ψυχολογίας από τον Άντλερ στον Λαινγκ» («Ύψιλον», Αθήνα, 1983, μετ. Γιώργος Σιούνας)) ένας άλλος διανοούμενος του συγγενικού πνευματικού χώρου του, ο Martin Jay, τον αποκάλεσε, όχι άδικα, «αλογόμυγα του αμερικάνικου ακαδημαϊκού κατεστημένου». Γεννημένος το 1945, ο Russell Jacoby ανήκει στη γενιά που διαμόρφωσε την πολιτική της συνείδηση μέσα στο γόνιμο σε επαναστατικές δυνατότητες κλίμα του ’60 και, κάπως ειδικότερα, τη γενιά που πρωταγωνίστησε στη δημιουργία εκείνου του πολύμορφου ριζοσπαστικού χώρου που στις ΗΠΑ ονόμασαν «Νέα Αριστερά». Παραμένοντας ανυποχώρητα σε αυτή τη θέση, μέσα στον καταιγισμό των οπισθοχωρήσεων που ακολούθησαν, είναι ίσως από τους λίγους στοχαστές οι οποίοι, μετουσιώνοντας σε πολιτική εγρήγορση το αίσθημα της οδυνηρής ματαίωσης, ως καθήκον τους έθεσαν ακριβώς το να παρακολουθούν τις υπόστροφες εξελίξεις αυτής της περιόδου και να ασκούν εκ του σύνεγγυς κριτική στις ιδεολογίες που αναπτύσσονται εν τω μεταξύ στον κοινωνικό χώρο. Γιατί, όπως ο ίδιος εμφατικά θα υποδείξει, «η απόσταση μεταξύ του σήμερα και των πιο πρόσφατων ουτοπικών εκρήξεων της δεκαετίας του εξήντα θα μπορούσε να μετρηθεί σε αιώνες» (σ. 220).
Ο στόχος αυτού του τελευταίου βιβλίου του μπορεί ειδικότερα να οριστεί ως η αποκαρδιωτική παραίτηση της αριστεράς από κάθε ουτοπικό όραμα ενός ριζικά άλλου κόσμου και η συνθηκολόγησή της με την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων, πράγμα που παραδόξως φαίνεται ότι υποβοηθήθηκε από την κατάρρευση των ανατολικών γραφειοκρατιών στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Και λέμε «παραδόξως» επειδή, για όποιον θεωρούσε ότι αυτό το τερατώδες πείραμα και η ψυχροπολεμική συνθήκη ήταν ο σημαντικότερος ανασχετικός παράγοντας στο εσωτερικό ενός ελευθεριακά προσανατολισμένου επαναστατικού κινήματος, η αντίθεη δυνατότητα θα έμοιαζε ιδιαίτερα πιθανή –και ελκυστική. Παρά ταύτα, υπό τις παρούσες συνθήκες «η αριστερά της Ανατολικής Ευρώπης δεν επιδιώκει μια νέα κοινωνία πέραν του καπιταλισμού, αντιθέτως, υποστηρίζει την κοινοβουλευτική δημοκρατία, το κράτος δικαίου και μια οικονομία της αγοράς –τους γνωστούς θεσμούς της δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής» (σ. 31). Και αυτό δεν ισχύει μόνο για την τρομαγμένη αριστερά που κληρονόμησε τις γηγενείς παραμορφώσεις και τη σκιά του σταλινισμού, αλλά επίσης για την ευρωπαϊκή και αμερικανική αριστερά, και μάλιστα εκείνο το κομμάτι της που δεν είχε ακόμη συνθηκολογήσει πριν από τρεις δεκαετίες: «Στην καλύτερη περίπτωση, ριζοσπάστες και αριστεροί οραματίζονται μια τροποποιημένη κοινωνία με μεγαλύτερα κομμάτια πίτας για περισσότερους καταναλωτές. Μετατρέπονται σε ωφελιμιστές, φιλελεύθερους και τιμώμενα πρόσωπα. Η αριστερά κάποτε αποκήρυττε την αγορά σαν εκμεταλλευτική. Τώρα τιμά την αγορά σαν ορθολογική και ανθρώπινη. Η αριστερά κάποτε αποκήρυττε τη μαζική κουλτούρα σαν εκμεταλλευτική. Των την εκτιμά σαν επαναστατική. Η αριστερά κάποτε τιμούσε τους ανεξάρτητους διανοούμενους σαν θαρραλέους. Τώρα τους χλευάζει σαν ελιτιστές. Κάποτε η αριστερά αρνούνταν τον πλουραλισμό σαν επιφανειακό. Τώρα τον λατρεύει ως βαθύ. Είμαστε μάρτυρες όχι απλώς της ήττας της αριστεράς αλλά της μετατροπής της και ίσως της αντιστροφής της» (σ. 27).
Το σαρκαστικό και πνευματώδες ύφος αυτού του στοχαστή συνδυάζεται χαρακτηριστικά με μια οξύτατη αίσθηση της ιστορίας των ιδεών. Οι έννοιες της «ουτοπίας», του «τέλους των ιδεολογιών», της «μαζικής κουλτούρας», του «διανοούμενου», της «πολυπολιτισμικότητας», του «αυτοχθονισμού» κ.λ.π. παρακολουθούνται σε όλη τους την ιστορική διαδρομή, ανατρέχοντας συχνά ως τις άγνωστες συνθήκες του σχηματισμού τους, και επισημαίνονται οξυδερκώς οι συγκυριακές μετατοπίσεις τους ή οι μεταλλαγές του ιστορικού τους περιεχομένου. Κυρίως γίνονται εργαλείο για μια ακτινογραφία του σημερινού διανοητικού τοπίου της Αμερικής, μέσ’ από τη χρήση που τους επιφυλάσσεται στο έργο των σύγχρονων ιδεολόγων της και μέσ’ από τη χαρακτηριστική εκείνη κάμψη που κάνει ιδέες άλλοτε ανατρεπτικές, ή εν πάση περιπτώσει «εναλλακτικές», να προσαρμόζονται θαυμάσια και να υπηρετούν μια όλο και πιο κομφορμιστική τάξη πραγμάτων. Το «Τέλος της ουτοπίας» του Jacoby είναι ένα έργο βαθιά αμερικανικό, έργο απαραίτητο για όποιον θέλει να κατανοήσει το τι διακυβεύεται στο εσωτερικό αυτής της μεγάλης και ιδιόμορφης κοινωνίας σήμερα –αν τουλάχιστον δεν έχει εφησυχαστεί από την οπτική κεντρώων φιλελεύθερων όπως ο Rorty– και, την ίδια στιγμή, έργο αξιοποιήσιμο, προκειμένου να «διαβάσει» κανείς τον παγκόσμιο διανοητικό ορίζοντα μέσα στην παρούσα, ανησυχητική ιστορική στιγμή.

Φώτης Τερζάκης


"Βιβλιοθήκη" της "Ελευθεροτυπίας", 24-5-2002